ραδιοτηλεγραφικός

ραδιοτηλεγραφικός
-ή, -ό, Ν [ραδιοτηλεγραφία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοτηλεγραφία.
επίρρ...
ραδιοτηλεγραφικώς και ραδιοτηλεγραφικά Ν
με ραδιοτηλεγραφικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραδιογραφικός — ή, ό, Ν [ραδιογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιογραφία, ακτινογραφικός 2. ραδιοτηλεγραφικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”